ψητός — ή, ό 1. ψημένος στο φούρνο ή στα κάρβουνα. 2. το ουδ. ως ουσ., ψητό σημαίνει α. κρέας ψημένο στο φούρνο: Θέλω μοσχάρι ψητό. β. το κύριο θέμα, το ψαχνό, το κυριότερο σημείο: Έλα τώρα στο ψητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
ατηγάνητος — και ατηγάνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει 2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος 3. ακατάλληλος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α στερ. +… … Dictionary of Greek
εξοπτώ — ἐξοπτῶ, άω (AM) 1. ψήνω καλά 2. ξεραίνω, στεγνώνω αρχ. 1. υπερθερμαίνω 2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
εποπτώ — ἐποπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.) 2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω 3. παθ. ἐποπτῶμαι, άομαι καίγομαι, πυρπολούμαι 4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
εψητός — ή, ό (ΑΜ ἑψητός, ή, ον) [ἕψω] ψητός, βραστός, βρασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό το ψητό, το φαγητό τού φούρνου ή τής σούβλας μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, τού φούρνου ή τής σούβλας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
εύοπτος — (I) εὔοπτος, ον (ΑΜ) ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.) 2. περιφανής,… … Dictionary of Greek
ημίεφθος — ἡμίεφθος, ον (Α) 1. μισοβρασμένος 2. (σε κωμική έκφρ., για τον Εμπεδοκλή που ρίχθηκε στον κρατήρα τής Αίτνας) μισό ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εφθός «ψητός» (< έψω «βράζω, ψήνω»)] … Dictionary of Greek
κεμπάπ — και κεμπάπι, το είδος ψητού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kebap «ψητός»] … Dictionary of Greek